- αἰγόκερῳ
- αἰγόκερῳ̆ , αἰγόκερωςmasc/fem nom pl (attic epic ionic)αἰγόκερῳ̆ , αἰγόκερωςmasc/fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰγόκερω — αἰγόκερω̆ , αἰγόκερως masc/fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγόκερωι — αἰγόκερῳ̆ , αἰγόκερως masc/fem nom pl (attic epic ionic) αἰγόκερῳ̆ , αἰγόκερως masc/fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγόκερως — αἰγόκερω̆ς , αἰγόκερως masc/fem acc pl (attic epic ionic) αἰγόκερω̆ς , αἰγόκερως masc/fem nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγόκερων — αἰγόκερω̆ν , αἰγόκερως masc/fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Καλαχάρι — Μεγάλη ερημική περιοχή (700.000 τ. χλμ.) της νότιας Αφρικής, που βρίσκεται περίπου μεταξύ 20° και 28° νοτίου πλάτους και 19° και 24° ανατολικού μήκους. Πολιτικά καλύπτει μεγάλο μέρος της νοτιοκεντρικής Μποτσουάνα και προχωρεί προς την Επαρχία του … Dictionary of Greek
γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… … Dictionary of Greek
διακαίω — (AM διακαίω) 1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος») η θερμή περιοχή τής γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ τού τροπικού τού Καρκίνου και τού τροπικού τού Αιγόκερω 2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω… … Dictionary of Greek